irrespirable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iʁ.(ʁ)ɛs.pi.ʁabl/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
irrespirable | irrespirables |
irrespirable (fr) αρσενικό ή θηλυκό