irrevocably
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- irrevocably < irrevocable
Επίρρημα[επεξεργασία]
irrevocably (en)
- χωρίς δυνατότητα ανάκλησης, αμετάκλητα