iskelet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
iskelet < (άμεσο δάνειο) γαλλική squelette < λατινική sceletus < αρχαία ελληνική σκελετός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /is.cɛˈlɛt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

iskelet (tr)