Μετάβαση στο περιεχόμενο

isolation

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
isolation < isolate + -ion

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌaɪsəˈleɪʃən/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

isolation (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η απομόνωση, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απομονώνω
      How many days should vaccinated and unvaccinated people remain in isolation?
    Πόσες μέρες πρέπει να παραμένουν εμβολιασμένοι και ανεμβολίαστοι σε απομόνωση;
  2. η απομόνωση, η κατάσταση του να είμαι κοινωνικά απομονωμένος
      Many unemployed people experience feelings of isolation and depression.
    Πολλοί άνεργοι βιώνουν αισθήματα απομόνωσης και κατάθλιψης.
  3. (γλωσσολογία) η μορφηματική απομόνωση
    Αντώνυμα: agglutination
  4. (βάσεις δεδομένων) η απομόνωση

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • (βάσεις δεδομένων) ACID
  • isolation στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



      ενικός         πληθυντικός  
isolation isolations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

isolation (fr) θηλυκό

  1. η απομόνωση
  2. (ηλεκτρολογία) η μόνωση