isolation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌaɪsəˈleɪʃən/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η απομόνωση, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απομονώνω
- ⮡ How many days should vaccinated and unvaccinated people remain in isolation?
- Πόσες μέρες πρέπει να παραμένουν εμβολιασμένοι και ανεμβολίαστοι σε απομόνωση;
- ⮡ How many days should vaccinated and unvaccinated people remain in isolation?
- η απομόνωση, η κατάσταση του να είμαι κοινωνικά απομονωμένος
- ⮡ Many unemployed people experience feelings of isolation and depression.
- Πολλοί άνεργοι βιώνουν αισθήματα απομόνωσης και κατάθλιψης.
- ⮡ Many unemployed people experience feelings of isolation and depression.
- (γλωσσολογία) η μορφηματική απομόνωση
- Αντώνυμα: agglutination
- (βάσεις δεδομένων) η απομόνωση
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- (βάσεις δεδομένων) ACID
-
isolation στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
isolation | isolations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]isolation (fr) θηλυκό
- η απομόνωση
- (ηλεκτρολογία) η μόνωση