Μετάβαση στο περιεχόμενο

israélite

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
israélite israélites

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

israélite (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Επίθετο

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]