jérémiade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
jérémiade | jérémiades |
jérémiade (fr) θηλυκό
- ιερεμιάδα
- Aurez-vous bientôt fini vos jérémiades? Θα σταματήσεις τις ιερεμιάδες σου ή όχι;