jól
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισλανδικά (is)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- jól < παλαιά νορβηγική jól
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jól (is) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα Χριστούγεννα
Φεροϊκά (fo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- jól < παλαιά νορβηγική jól
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jól (fo) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα Χριστούγεννα