językoznawstwo
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌjɛ̃w̃zɨkɔˈznafstfɔ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]językoznawstwo (pl) ουδέτερο
językoznawstwo (pl) ουδέτερο