jabot
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
jabot | jabots |
jabot (fr) αρσενικό
- ο πρόλοβος των πτηνών, η γκούσα, η γούλα
- γαρνιτούρα από δαντέλα ή μουσελίνα από τον γιακά μιας πουκαμίσας ή μπλούζας μέχρι και το στήθος