jacasserie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʒa.kas.ʁi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jacasserie jacasseries

jacasserie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]