Μετάβαση στο περιεχόμενο

jack up

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας jack up
γ΄ ενικό ενεστώτα jacks up
αόριστος jacked up
παθητική μετοχή jacked up
ενεργητική μετοχή jacking up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
jack up <  δείτε τις λέξεις jack και up

jack up (en)

  1. σηκώνω με γρύλο
      I jacked up the car to change the tire.
    Σήκωσα το αυτοκίνητο με τον γρύλο για ν' αλλάξω το λάστιχο.
  2. (ανεπίσημο) αυξάνω κάτι, ειδικά τις τιμές, κατά ένα μεγάλο ποσό
      They’re jacking up the prices on everything!
    Αυξάνουν τις τιμές για τα πάντα!