jack up
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | jack up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jacks up |
αόριστος | jacked up |
παθητική μετοχή | jacked up |
ενεργητική μετοχή | jacking up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]jack up (en)