Μετάβαση στο περιεχόμενο

jackpot

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jackpot jackpots

jackpot (en)

  • το τζάκποτ
    παράδειγμα  He put a coin in the slot machine and won the jackpot.
    Έβαλε ένα κέρμα στον κουλοχέρη και κέρδισε το τζάκποτ.