jackpot
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| jackpot | jackpots |
jackpot (en)
- το τζάκποτ
He put a coin in the slot machine and won the jackpot.
- Έβαλε ένα κέρμα στον κουλοχέρη και κέρδισε το τζάκποτ.