Μετάβαση στο περιεχόμενο

jactance

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
jactance < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jactance jactances

jactance (fr) θηλυκό