jaillissant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | jaillissant | jaillissants |
θηλυκό | jaillissante | jaillissantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
jaillissant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | jaillissant | jaillissants |
θηλυκό | jaillissante | jaillissantes |
jaillissant (fr)