jandarm
Εμφάνιση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]jandarm (ro) αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του jandarm
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un jandarm | jandarmul | nişte jandarmi | jandarmii |
γενική | a unui jandarm | jandarmului | a unor jandarmi | jandarmilor |
δοτική | unui jandarm | jandarmului | unor jandarmi | jandarmilor |
αιτιατική | un jandarm | jandarmul | nişte jandarmi | jandarmii |
κλητική | — | - | — | - |