janitor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
janitor (en)
- (κυρίως στις ΗΠΑ) συντηρητής και καθαριστής σε ένα δημόσιο κτήριο
- ο θυρωρός, ο πορτιέρης