januara

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

januara < Januar- + -a

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική januara januaraj
αιτιατική januaran januarajn

januara (eo)

  1. σχετικός με τον Ιανουάριο, γεναριάτικος
    la januara numero de la revuo - το νούμερο του Ιανουαρίου του περιοδικού