japan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
japan (en)
- είδος σκληρού μαύρου σμάλτου που περιέχει άσφαλτο
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
japan (sv) αρσενικό ή θηλυκό