jaraĝa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | jaraĝa | jaraĝaj |
αιτιατική | jaraĝan | jaraĝajn |
jaraĝa (eo)
- ... ετών, ηλικιωμένος
- ŝi estas 20 jaraĝa, είναι 20 ετών