Μετάβαση στο περιεχόμενο

jardinière

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jardinière jardinières

jardinière (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]