jarretière
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- jarretière < jarret
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
jarretière | jarretières |
jarretière (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
jarretière | jarretières |
jarretière (fr) θηλυκό