jarretière
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- jarretière < jarret
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
jarretière | jarretières |
jarretière (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
jarretière | jarretières |
jarretière (fr) θηλυκό