jaw

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
jaw jaws

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

jaw (en)

  1. (ανατομία) η γνάθος, η σιαγόνα, το κόκκαλο του προσώπου
    the upper/lower jaw - η άνω/κάτω γνάθος
     συνώνυμα: jawbone
  2. το σαγόνι, το πιγούνι, το μπροστινό τμήμα της κάτω σιαγόνας
    He took a punch to the jaw.
    Έφαγε μια γροθιά στο σαγόνι.
     συνώνυμα: chin
  3. (μεταφορικά) η σιαγόνα
    the jaws of the pliers - οι σιαγόνες της τανάλιας