jaw
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
jaw (en)
- (ανατομία) η γνάθος, η σιαγόνα, το κόκκαλο του προσώπου
- ↪ the upper/lower jaw - η άνω/κάτω γνάθος
- ≈ συνώνυμα: jawbone
- το σαγόνι, το πιγούνι, το μπροστινό τμήμα της κάτω σιαγόνας
- ↪ He took a punch to the jaw.
- Έφαγε μια γροθιά στο σαγόνι.
- ≈ συνώνυμα: chin
- (μεταφορικά) η σιαγόνα
- ↪ the jaws of the pliers - οι σιαγόνες της τανάλιας