jaw
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
jaw
jaws
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
jaw
(en)
(
ανατομία
) η
γνάθος
, η
σιαγόνα
, το κόκκαλο του προσώπου
↪
the upper/lower
jaw
- η άνω/κάτω
γνάθος
≈
συνώνυμα
:
jawbone
το
σαγόνι
, το
πιγούνι
, το μπροστινό τμήμα της κάτω σιαγόνας
↪
He took a punch to the
jaw
.
Έφαγε μια γροθιά στο
σαγόνι
.
≈
συνώνυμα
:
chin
(
μεταφορικά
) η
σιαγόνα
↪
the
jaws
of the pliers
- οι
σιαγόνες
της τανάλιας
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Ανατομία (αγγλικά)
Μεταφορικοί όροι (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Get shortened URL
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
العربية
Asturianu
বাংলা
Català
Čeština
Cymraeg
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
فارسی
Suomi
Français
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Ido
Italiano
日本語
Қазақша
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
ລາວ
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
Simple English
Slovenčina
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
اردو
Tiếng Việt
中文