Μετάβαση στο περιεχόμενο

jawbone

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
jawbone jawbones

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
jawbone < jaw + bone

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jawbone (en)

  1. (ανατομία) η γνάθος, καθένα από τα δύο οστά του προσώπου
      the upper/lower jawbone - η άνω/κάτω γνάθος
     συνώνυμα: jaw
  2. το οστό της κάτω σιαγόνας, το σαγόνι
     συνώνυμα: mandible