jednostka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /jɛdˈnɔstka/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jednostka (pl) θηλυκό
- η μονάδα
- σταθερό μέγεθος
- ↪ amper jest jednostką natężenia prądu - το αμπέρ είναι μονάδα έντασης του ρεύματος
- σχετικά ανεξάρτητο στοιχείο συνόλου
- σταθερό μέγεθος