jednostka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /jɛdˈnɔstka/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

jednostka (pl) θηλυκό

  1. η μονάδα
    1. σταθερό μέγεθος
      amper jest jednostką natężenia prądu - το αμπέρ είναι μονάδα έντασης του ρεύματος
    2. σχετικά ανεξάρτητο στοιχείο συνόλου

Συγγενικά[επεξεργασία]