jeopardise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας jeopardise
γ΄ ενικό ενεστώτα jeopardises
αόριστος jeopardised
παθητική μετοχή jeopardised
ενεργητική μετοχή jeopardising

jeopardise (en) (επίσημο)