Μετάβαση στο περιεχόμενο

jerkoff

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jerkoff jerkoffs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jerkoff (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]