jetée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- jetée < jeter
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
jetée | jetées |
jetée (fr) θηλυκό
- η προκυμαία, ο λιμενοβραχίονας
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
jetée (fr)