Μετάβαση στο περιεχόμενο

jet lag

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
jet lag <  δείτε τις λέξεις jet και lag

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jet lag (en) η κόπωση ιπτάμενου ταξιδιώτη, η κόπωση πτήσης λόγω της διαφοράς των ωρών και η αναστάτωση του βιολογικού του ρυθμού