jittery

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός jittery
συγκριτικός jitterier
υπερθετικός jitteriest

Ετυμολογία [επεξεργασία]

jittery < jitter + -y

Επίθετο[επεξεργασία]

jittery (en)

  • (ανεπίσημο) ανήσυχος, νευρικός
    Economists are jittery due to the economic crisis.
    Οι οικονομολόγοι είναι ανήσυχοι εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
    The horse is jittery today.
    Το άλογο είναι νευρικό σήμερα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη nervous

Πηγές[επεξεργασία]