joinery

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

joinery (en)

  • ξύλινα συστατικά (σκάλες, πόρτες, παράθυρα [μαζί με τα πλαίσιά τους] κτλ.) κτιρίου, συνήθως μη καίρια για την στατική (πχ. συνήθως όχι το κυρίως κτίριο, στέγες, κολόνες, πατώματα)