joliet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | joliet | joliets |
θηλυκό | joliette | joliettes |
joliet (fr)
- (οικείο) (σπάνιο) ομορφούλης