jouet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
jouet < jouer

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʒwɛ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jouet jouets

jouet (fr) αρσενικό

  1. το παιχνίδι, το άθυρμα
  2. το έρμαιο

Συγγενικά

[επεξεργασία]