jouissant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | jouissant | jouissants |
θηλυκό | jouissante | jouissantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
jouissant (fr)
- που επικαρπώνεται κάτι