journal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- journal < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]journal (en)
- το ημερολόγιο (ενός ανθρώπου, ενός πλοίου κλπ)
- εφημερίδα ή περιοδικό με ειδικό θέμα
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]journal (fr) αρσενικό (πληθυντικός journaux), θηλυκό: journale (πληθυντικός journales)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]journal (fr) αρσενικό (πληθυντικός journaux)
- ημερολόγιο
- έντυπο με καθημερινή ή περιοδική έκδοση, περιοδικό, εφημερίδα
Κατηγορίες:
- Pages using the Phonos extension
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Επίθετα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ουσιαστικά (γαλλικά)