jouvencelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
jouvencelle | jouvencelles |
jouvencelle (fr)
- θηλυκό του jouvenceau
ενικός | πληθυντικός |
jouvencelle | jouvencelles |
jouvencelle (fr)