jubilatoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- jubilatoire < jubiler
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
jubilatoire | jubilatoires |
jubilatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που προκαλεί μεγάλη χαρά, ενθουσιαστικός