judaïque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʒy.da.ik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
judaïque judaïques

judaïque (fr) αρσενικό ή θηλυκό