jujube
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- jujube < γαλλική jujube < μεσαιωνική λατινική jujuba < ελληνιστική κοινή ζίζυφον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jujube (en)
- (βοτανική) η τζιτζιφιά (το δέντρο)
- (φρούτο) το τζίτζιφο (ο καρπός)
- (γλυκό) είδος βορειοαμερικάνικης καραμέλας
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- jujube < μεσαιωνική λατινική jujuba < ελληνιστική κοινή ζίζυφον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
jujube | jujubes |
jujube (fr) αρσενικό
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Βοτανική (αγγλικά)
- Φρούτα (αγγλικά)
- Γλυκά (αγγλικά)
- Παραγωγή λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (αγγλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Φρούτα (γαλλικά)