jujube

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
jujube < (άμεσο δάνειο) γαλλική jujube < μεσαιωνική λατινική jujuba < ελληνιστική κοινή ζίζυφον
Καραμέλες jujubes.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jujube (en)

  1. (φυτό) η τζιτζιφιά (το δέντρο)
  2. (φρούτο) το τζίτζιφο (ο καρπός)
  3. (γλυκό) είδος βορειοαμερικάνικης καραμέλας



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
jujube < μεσαιωνική λατινική jujuba < ελληνιστική κοινή ζίζυφον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jujube jujubes

jujube (fr) αρσενικό