jump
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
jump | jumps |
jump (en)
- το πήδημα
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | jump |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jumps |
αόριστος | jumped |
παθητική μετοχή | jumped |
ενεργητική μετοχή | jumping |
jump (en)
- πηδάω, με ισχυρή ώθηση των ποδιών τινάζω με ορμή το σώμα μου από το έδαφος ή μια ορισμένη θέση
- ↪ I jump to my feet/out of bed/up and down.
- Πηδώ όρθιος/από το κρεβάτι/πάνω κάτω.
- ↪ The player jumped higher than the others and won the ball.
- Ο παίκτης πήδηξε πιο ψηλά από όλους και κέρδισε την μπάλα.
- ↪ I jump to my feet/out of bed/up and down.
- αναπηδώ, πηδάω, πετιέμαι, κάνω απότομη κίνηση του σώματος προς τα πίσω από έκπληξη, φόβο ή άλλο συναίσθημα
- ↪ My heart jumped when I saw her.
- Η καρδιά μου αναπήδησε/πήδηξε όταν την είδα.
- ↪ She jumped at the sound of my voice.
- Αναπήδησε στον ήχο της φωνής μου.
- ↪ He jumped hearing her voice.
- Πετάχτηκε ακούγοντας τη φωνή της.
- ↪ My heart jumped when I saw her.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- jump - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 53-54, 695, 700. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναπηδώ, πετάγομαι, πηδώ