jump

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
jump jumps

jump (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας jump
γ΄ ενικό ενεστώτα jumps
αόριστος jumped
παθητική μετοχή jumped
ενεργητική μετοχή jumping

jump (en)

  1. πηδάω, με ισχυρή ώθηση των ποδιών τινάζω με ορμή το σώμα μου από το έδαφος ή μια ορισμένη θέση
    I jump to my feet/out of bed/up and down.
    Πηδώ όρθιος/από το κρεβάτι/πάνω κάτω.
    The player jumped higher than the others and won the ball.
    Ο παίκτης πήδηξε πιο ψηλά από όλους και κέρδισε την μπάλα.
  2. αναπηδώ, πηδάω, πετιέμαι, κάνω απότομη κίνηση του σώματος προς τα πίσω από έκπληξη, φόβο ή άλλο συναίσθημα
    My heart jumped when I saw her.
    Η καρδιά μου αναπήδησε/πήδηξε όταν την είδα.
    She jumped at the sound of my voice.
    Αναπήδησε στον ήχο της φωνής μου.
    He jumped hearing her voice.
    Πετάχτηκε ακούγοντας τη φωνή της.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]