jump-start

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

jump-start (fr)

  1. παίρνω τάση από μπαταρία άλλου αυτοκινήτου για εκκίνηση, παρέχω εξωτερικής πηγής τάση στη μίζα
  2. ελευθερώνω τον συμπλέκτη καθώς μου σπρώχνουν το αμάξι που έμεινε από μπαταρία, αν πάρει μπρος βάζω ταχύτητα
  3. σπρώχνω αυτοκίνητο για εκκίνηση
  4. ξαναβάζω σε κίνηση
  5. (μεταφορικά) ξεκινώ κάτι με φόρα, συχνά με δυνάμεις εξωτερικές - με κάποια βοήθεια (εκκινώ επιχείρηση με λεφτά γονεϊκά ή κυβερνητικές διευκολύνσεις ή σε ευνοϊκό περιβάλλον, εξελίσσομαι απότομα γενετικά όμως διότι πχ. μέσω ιού άμεσα απέκτησα γενετική διαφοροποίηση κτλ.)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

  1. εκκινώ αμάξι με άδεια μπαταρία χρησιμοποιώντας κάποια από τις άνωθεν τεχνικές
  2. (μεταφορικά) εσπευσμένη εκκίνηση, ξεκινώ κάτι με φόρα-ορμητικά

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

jump-start (fr)

  1. σπρώχνω αυτοκίνητο σε κατηφόρα για εκκίνηση
  2. ξαναβάζω σε κίνηση