jump-start
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
jump-start (fr)
- παίρνω τάση από μπαταρία άλλου αυτοκινήτου για εκκίνηση, παρέχω εξωτερικής πηγής τάση στη μίζα
- ελευθερώνω τον συμπλέκτη καθώς μου σπρώχνουν το αμάξι που έμεινε από μπαταρία, αν πάρει μπρος βάζω ταχύτητα
- σπρώχνω αυτοκίνητο για εκκίνηση
- ξαναβάζω σε κίνηση
- (μεταφορικά) ξεκινώ κάτι με φόρα, συχνά με δυνάμεις εξωτερικές - με κάποια βοήθεια (εκκινώ επιχείρηση με λεφτά γονεϊκά ή κυβερνητικές διευκολύνσεις ή σε ευνοϊκό περιβάλλον, εξελίσσομαι απότομα γενετικά όμως διότι πχ. μέσω ιού άμεσα απέκτησα γενετική διαφοροποίηση κτλ.)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- εκκινώ αμάξι με άδεια μπαταρία χρησιμοποιώντας κάποια από τις άνωθεν τεχνικές
- (μεταφορικά) εσπευσμένη εκκίνηση, ξεκινώ κάτι με φόρα-ορμητικά
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
jump-start (fr)