jury
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
jury | juries |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]jury (en)
- (νομικός όρος) το σώμα των ενόρκων
- οι κριτές σε έναν διαγωνισμό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]jury (fr)
- το σώμα των ενόρκων