jury
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
jury | juries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jury (en)
- (νομικός όρος) το σώμα των ενόρκων
- οι κριτές σε έναν διαγωνισμό
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jury (fr)
- το σώμα των ενόρκων