justifiant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | justifiant | justifiants |
θηλυκό | justifiante | justifiantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
justifiant (fr)
- που καθιστά κάποιον ή κάτι δίκαιο