jutrzejszy
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]jutrzejszy (pl) αρσενικό
- αυριανός
- που αφορά ή αναφέρεται στην αυριανή ημέρα
- που αφορά ή αναφέρεται στο μέλλον