juxtaposition
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
juxtaposition (en)
- διευθέτηση κατά σειρά
- αντιπαραβολή, σύγκριση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
juxtaposition (fr) θηλυκό