kératite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
kératite | kératites |
kératite (fr) θηλυκό
- κερατίτιδα, φλόγωση του κερατοειδούς χιτώνα του οφθαλμού.
ενικός | πληθυντικός |
kératite | kératites |
kératite (fr) θηλυκό