köfte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
köfte < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική كوفته (köfte) < περσική کوفته (kufte) [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

köfte (tr)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. köfte - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν