körperlich

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

körperlich (de)

  1. σωματικός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

körperlich (de)

  1. σωματικά