kłopotliwy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
kłopotliwy (pl)
- που προκαλεί προβλήματα, δύσκολος, προβληματικός
- (συνεκδοχικά) ενοχλητικός
kłopotliwy (pl)