kaŝmurdanto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaŝmurdanto | kaŝmurdantoj |
αιτιατική | kaŝmurdanton | kaŝmurdantojn |
kaŝmurdanto (eo)