kaŭĉuko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kaŭĉuko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaŭĉuko | kaŭĉukoj |
αιτιατική | kaŭĉukon | kaŭĉukojn |
kaŭĉuko (eo)
- το καουτσούκ